σῑμός

σῑμός
σῑμός
Grammatical information: adj.
Meaning: `having an impressed, pouting nose, snub-, flat-nosed' (opposite γρυπός), `bent upward, rising, concave, hollow' (oppos. κυρτός), metaph. `impudent, mischievous' (IA),
Compounds: also with modifying or further charakterising prefixes as ἀνα-, ἐν-, ὑπο- (Strömberg Prefix Studies 127 a. 147).
Derivatives: 1. σιμ-ότης f. `snub-nosedness, upward bending' (Pl., X.); 2. -όομαι, -όω, also w. ἀπο-, ἐπι-, ὑπο-, `to become snub-nosed, to bend (oneself) upward, to bend off' (Hp., Th., X., Arist. etc.) with -ωσις f. `snub-nosedness' (Gal.), ἀπο- σῑμός `bending off course of a ship' (App.); -ωμα n. `curved upward prow of a ship' (Plu.); 3. -αίνω `to bend the nose upward' (Call. Iamb.); also 4. σίμιον αἰγιαλός H. (of a sea-coast bent inwards). -- With oppositive accent.: σῖμος m. name of a fish (Opp., Ath.) with -άριον (pap. VI -- VIIp); cf. Strömberg Fischn. 44, Thompson Fishes s. v. -- Several PN : Σῖμ-ος, -ύλος, -ιχος a.o.; also -ίας, from where as appellative *σιμίας m. prop. "flat-nose", `monkey' in Lat. LW [loanword] sīmia (Leumann Sprache 1, 206 f. = Kl. Schr. 173); cf. καλλίας. -- Quite doubtful the rivern. Σιμόεις, -εντος (Il. etc.); cf. Krahe Beitr. z. Namenforsch. 2, 233 f.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Oxytone adj. in -μός are rare (Chantraine Form. 151, Schwyzer 494); note however θερμός and close to it δοχμός, both inherited. Σιμός too makes the impression of an old inherited word, but a convincing etymology does not exist. The connection with a Germ. word for `disappear, fall in, decrease' in OHG swīnan, ONord. svīna (Persson, e.g. Beitr. 1, 382, Brugmann Grundr.2 II: 1, 246 f.) is, even apart from the phonetic uncertainty, also semant. far from evident; s. WP. 2, 519 (= Pok. 1041), where σιμός as `bent inwards' is rather connected with MHG swīmen `stagger, be suspended', ONord. svīma `float, stagger, swoon' with further connection with Celt., e.g. Welsh chwil (from *su̯ī-lo-) `turning quickly, whiling, dally', IE *su̯ē̆i- `bend, turn, swing'; semant. also not very evident. Lat. LW [loanword] sīmus, s. W.-Hofmann; diff. Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 27 (Mediterranean word, if not inherited). -- After Solmsen IF 30, 1ff. to σιμός also σίλλος and σικχός, perh. also σιρός (s. vv.). -- As there is no cognste, the word could also be Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,707-708

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • 'μός — ἀ̱μός , ἁμός 1 masc nom sg ἐμός , ἐμός mine masc nom sg ἀμός , ἡμός masc nom sg (aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μος, Μαρσέλ — (Marcel Mauss, Επινάλ 1872 – Παρίσι 1950). Γάλλος ανθρωπολόγος και κοινωνιολόγος. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Μπορντό και στην Ανώτατη Σχολή Θετικών Επιστημών, στο Παρίσι. Ο Μ. υπήρξε ο ιδρυτής του Ινστιτούτου Εθνολογίας (1925), ενώ το 1931… …   Dictionary of Greek

  • Πέρσελ, Έντουαρντ Μος — (Purcell, Τέιλορβιλ, Ιλινόις 1912). Αμερικανός φυσικός. Υπήρξε ο πρώτος φυσικός ο οποίος, μαζί με τον Τέρεϊ και τον Πάουντ, ανακάλυψε (1946) το φαινόμενο του μαγνητικού συντονισμού στον ατομικό πυρήνα, με κυκλώματα υψηλής συχνότητας. Κατόπιν… …   Dictionary of Greek

  • πανέρ(η)μος — η, ο 1. (για πρόσωπα), ο ολότελα μοναχός: Παιδιά δεν είχε, πέθανε και η γυναίκα του, έμεινε πανέρημος. 2. (για τόπους), ο χωρίς ανθρώπους, ζωή, κίνηση, ο ολότελα ρημαγμένος τόπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σω(σ)μός — ο σώσιμο, διάσωση, γλιτωμός: Ήταν θαύμα ο σωσμός του από το βομβαρδισμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ …   Dictionary of Greek

  • χυλός — ο, ΝΜΑ φυσιολ. η λέμφος που προέρχεται από το λεπτό έντερο, μετά την πέψη, και είναι πλούσια σε σταγονίδια λίπους προερχόμενα από τα λιπίδια τής τροφής νεοελλ. 1. πολτώδες φαγητό από αλεύρι ή άλλη αμυλώδη ουσία και νερό, που παρασκευάζεται με… …   Dictionary of Greek

  • МИМ —    • Mimus,          μι̃μος, собственно подражатель, в особенности же мимический актер, который, подражая смешным образом известным личностям или голосам животных (Phaedr. 5, 5. Auson. epigr. 76), потешал публику на улицах и площадях или забавлял …   Реальный словарь классических древностей

  • ζημιωμός — ζημιωμός, ὁ (Μ) χρηματική ποινή, πρόστιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζημιώνω + κατάλ. μός (πρβλ. ξεσηκω μός, τελειω μός)] …   Dictionary of Greek

  • ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… …   Dictionary of Greek

  • καημός — και καϋμός, ο 1. το αποτέλεσμα τού καίω, κάψιμο 2. ισχυρό συναίσθημα λύπης, θλίψη, στενοχώρια 3. ζωηρή επιθυμία, πόθος ασυγκράτητος 4. πόνος από έρωτα 5. στον πληθ. οι καημοί τα βάσανα 6. φρ. α) «τό χω καημό» επιθυμώ β) «κρυφός καημός» κρυφός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”